Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

από κάπου

  • 1 зайти

    зайти 1) (к кому-л., куда -либо) περνώ, πηγαίνω περνώ από κάπου зайдём на почту πάμε να περάσουμε από το τα χυδρομείο я зайду за вами θα ρθω να σας πάρω 2) (о све тилах ) βασιλεύω солнце за шло ο ήλιος βασίλεψε
    * * *
    1) (к кому-л., куда-л.) περνώ, πηγαίνω; περνώ από κάπου

    зайдём на по́чту — πάμε να περάσουμε από το ταχυδρομείο

    я зайду́ за ва́ми — θά ρθω να σας πάρω

    2) ( о светилах) βασιλεύω

    со́лнце зашло́ — ο ήλιος βασίλεψε

    Русско-греческий словарь > зайти

  • 2 откуда-либо

    откуда-либо, откуда-нибудь από κάπου, απ* οπουδήποτε
    * * *
    = откуда-нибудь
    από κάπου, απ' οπουδήποτε

    Русско-греческий словарь > откуда-либо

  • 3 заходить

    заходить
    1. сов (начать ходить) ἀρχίζω νά περπατώ, ἀρχίζω νά πηγαινοέρχομαι:
    \заходить по комнате πηγαινοέρχομαι μέσα στό δωμάτιο·
    2. несов (κ кому-л., куда-л.) πηγαίνω, περνώ ἀπό κάπου·
    3. несов (за кем-л., за чем-л.) ἐρχομαι (или πηγαίνω) κάπου νά πάρω:
    заходите за мной ἐλἄτε νά μέ πάρετε·
    4. несов (сворачивать) στρίβω, χάνομαι πίσω ἀπό...:
    \заходить за угол στρίβω στή γωνία·
    5. несов (закатываться) прям., перен δύω, βασιλεύω·
    6. несов воен.:\заходить с фланга ὑπερφαλαγγίζω· \заходить в тыл врага διεισδύω στά μετόπισθεν, μπαίνω στά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ· ◊ \заходить слишком далеко τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, τό παρατραβώ.

    Русско-новогреческий словарь > заходить

  • 4 сбрести

    ρ.σ.
    1. (παλ. κ. διαλκ.) φεύγω από κάπου• αναμεριζω.
    2. (απλ,) πηγαίνω κάπου με δυσκολία, σέρνομαι.
    εκφρ.
    сбрести с ума – (απλ.) τρελλαινομαι.
    -ись σέρνομαι, πηγαίνω κάπου με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > сбрести

  • 5 зайти

    зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел
    -шла, -шло
    - προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,
    επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,
    1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•

    коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.

    || περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•

    по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•

    зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.

    || πηγαίνω να πάρω•

    зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.

    2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•

    солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.

    || (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•

    солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.

    || παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•

    беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•

    дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.

    (απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.
    εκφρ.
    дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•
    вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού).

    Большой русско-греческий словарь > зайти

  • 6 съехать

    съеду, съедешь ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι (από μεταφορ. μέσο).
    2. στρίβω, στρέφω (επι μεταφορ. μέσου).
    3. παλ. φεύγω (από κάπου).
    4. μετακινούμαι, ξεφεύγω από τη θέση μου, μετατοπίζομαι• γλιστρώ•

    шапка -ла на затылок η σκούφια ξέφυγε στον αυχένα.

    5. αλλάζω, περνώ (για συνομιλία).
    6. (απλ.) υποχωρώ στην τιμή• κατεβαίνω•

    съехать со ста рублей на восемьдесять κατεβαίνω από τα εκατό ρούβλια στα ογδόντα.

    εκφρ.
    съехать на берег – κατευθύνομαι από το καράβι στην ακτή.
    1. συναντιέμαι.
    2. φτάνω, έρχομαι, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι (γιαπολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > съехать

  • 7 сводить

    сводить I
    сов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):
    \сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.
    своди||ть II
    несов (βΗίίή κατεβάζω:
    \сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:
    \сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·
    3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:
    ^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·
    4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:
    судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·
    5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:
    \сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·
    6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:
    ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·
    7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·
    8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:
    \сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου.

    Русско-новогреческий словарь > сводить

  • 8 откуда-то

    откуда-то
    нареч ἀπό κάπου, ἀπό κάποιο μέρος.

    Русско-новогреческий словарь > откуда-то

  • 9 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 10 откуда-то

    επίρ.
    από κάπου. || από κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > откуда-то

  • 11 шапка

    θ.
    1. σκούφος, σκούφια•

    барашковая шапка σκούφια από αρνίσιο δέρμα•

    без -и ξεσκούφωτος, ασκεπής.

    || μτφ. κάθε αντικείμενο θολοειδές.
    2. μεγάλη επικεφαλίδα εφημερίδας.
    εκφρ.
    по -е – (απλ.) στην άκρη, στη μπάντα• εξω απ εδώ• κάτω•
    - ами кидать – είναι παιγνίδι (δεν παρουσιάζει δυσκολία)•
    дать по -е – α) χτυπώ, β) διώχνω, απολύω, παύω•
    получить по -е – (απλ.)• α) τις τρώγω, με δέρνουν, β) διώχνομαι από κάπου•
    на воре шапка горит – όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται (προδίνεται μόνος του).

    Большой русско-греческий словарь > шапка

  • 12 вывозить

    вывозить
    несов
    1. ἀπομακρύνω, μεταφέρω ἀπό κάπου·
    2. (привозить) φέρνω, κουβαλώ·
    3. (экспортировать) ἐξάγω·
    4. (выручать) разг γλυτώνω.

    Русско-новогреческий словарь > вывозить

  • 13 довольствие

    дово́льстви||е
    с воен. τά ἐφόδια, οἱ προμήθειες:
    пищевое \довольствие ἡ τροφοδοσία, ὁ ἐπισιτισμός· вещевое \довольствие ὁ Ιματισμός, ὁ ρουχισμός· денежное \довольствие ἡ μισθοδοσία· находиться на \довольствиеи τροφοδοτούμαι, ἐφοδιάζομαι (ἀπό κάπου).

    Русско-новогреческий словарь > довольствие

  • 14 заглядываться

    заглядывать||ся
    (на кого-л., на что-л.) δέν ξεκολλάω τά μάτια μου ἀπό κάπου, ξεχνιέμαι κυττάζοντας.

    Русско-новогреческий словарь > заглядываться

  • 15 зацепить

    зацепить
    сов, зацеплять несов
    1. γαντζώνω, ἀγκιστρώνω / тех. συνδέω μέ γάντζο·
    2. (случайно) ἀγγίζω, ἀκουμπώ κάτι, κάποιον, θίγω·
    3. перен разг ἀρπάζομαι, πιάνομαι (ἀπό κάπου).

    Русско-новогреческий словарь > зацепить

  • 16 откуда-либо

    откуда-либо, откуда-нибудь
    нареч ἀπ· ὁπουδήποτε, ἀπό κάπου.

    Русско-новогреческий словарь > откуда-либо

  • 17 откуда-нибудь

    откуда-либо, откуда-нибудь
    нареч ἀπ· ὁπουδήποτε, ἀπό κάπου.

    Русско-новогреческий словарь > откуда-нибудь

  • 18 перепархивать

    перепархивать
    несов φτερουγίζω, πετῶ πάνω ἀπό κάπου.

    Русско-новогреческий словарь > перепархивать

  • 19 keep off

    1) (to stay away: There are notices round the bomb warning people to keep off; The rain kept off and we had sunshine for the wedding.) δεν πλησιάζω, παραμένω μακριά (από κάπου)
    2) (to prevent from getting to or on to (something): This umbrella isn't pretty, but it keeps off the rain.) κρατώ σε απόσταση

    English-Greek dictionary > keep off

  • 20 откуда-то

    [ατκούντα-τα] εκίρ. από κάπου

    Русско-греческий новый словарь > откуда-то

См. также в других словарях:

  • κάπου — (Μ κάπου και ὁκάπου) 1. (τοπικό επίρρ. για στάση ή κίνηση) σε κάποιο τόπο, σε κάποιο μέρος (α. «κάπου βρίσκεται» β. «κάπου πηγαίνει») 2. (χρον. επίρρ.) (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάπου κάπου περνά απ τη γειτονιά μας») νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κάπου — επίρρ. 1. τοπικό, σε κάποιο μέρος: Κάπου πάει. 2. χρονικό, κάποτε κάποτε: Περνά κι από το σπίτι κάπου κάπου. 3. ποσοτικό, περίπου: Κάπου πέντε χρόνια έχω να λάβω γράμμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή …   Dictionary of Greek

  • αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • εξάρτημα — το (Α ἐξάρτημα) [εξαρτώ] νεοελλ. 1. καθένα από τα μέρη που αποτελούν ένα μηχανικό σύνολο («εξάρτημα μηχανής, αυτοκινήτου» κ.λπ.) 2. άνθρωπος που εξαρτάται οικονομικά, πνευματικά κ.λπ. από άλλον και ως αντάλλαγμα υποστηρίζει τα συμφέροντα και τις… …   Dictionary of Greek

  • καταφεύγω — (AM καταφεύγω) πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο νεοελλ. προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»